- κεκήν
- κεκήν, -ῆνος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) λαγός («κεκῆναςλαγῳούς»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -ήν / -ῆνος, οπότε μπορεί να είναι είτε μετονοματικό είτε μεταρρηματικό παρ. (πρβλ. λειχ-ήν < λείχω, πυρήν < πυρός). Η σύνδεση με αρχ. ινδ. śaśa- «λαγός» προσκρούει σε φωνολογικές δυσκολίες. Η λ., κατ' άλλους, συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. scehan «σπεύδω, προχωρώ γρήγορα», αρχ. σλαβ. skočiti «πηδώ», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)kek- «πηδώ - ζωηρή κίνηση»].
Dictionary of Greek. 2013.